- εγχυματικός
- η , ό[ν] мед. инъекционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγχυμα 2. αυτός που εμφανίζεται σε έγχυμα … Dictionary of Greek